κεραμεικός

κεραμεικός
Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης, προστάτη των κεραμέων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει εκεί τα εργαστήριά τους. Από τον 11o αι. π.Χ. και για περίπου 1.500 χρόνια, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Το 1863 η Αρχαιολογική Εταιρεία άρχισε ανασκαφές στην περιοχή, αλλά το 1913 παραχώρησε την έρευνα στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Στον ανεσκαμμένο χώρο, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των οδών Ερμού-Μελιδόνη-Σαλαμίνος-Πειραιώς και αποδίδει σήμερα τη μορφή που είχε κυρίως κατά την υστεροκλασική περίοδο (4ος αι. π.Χ.), σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ένα μεγάλο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου του άστεως με δύο από τις σημαντικότερες πύλες του. Αυτές αποτελούσαν αφετηρίες γνωστών οδών της αρχαιότητας: το Δίπυλο, την επίσημη είσοδο της πόλης, και την Ιερά Πύλη, τη σημαντικότερη από θρησκευτική άποψη. Πολλά από τα ταφικά μνημεία που είχαν ανεγερθεί κατά μήκος των οδών αυτών διατηρούνται ακόμα στη θέση τους. Αρχαιολογία-μνημεία. Το τείχος οικοδομήθηκε το 479 π.Χ. με πρωτοβουλία του Θεμιστοκλή, σε διάστημα ενός μόνο έτους. Οι δύο όψεις του χτίστηκαν με πελεκημένους πολυγωνικούς ασβεστόλιθους, ενώ στη μέση τοποθετήθηκε γέμισμα από μικρές πέτρες και λατύπη. Είχε πλίνθινη ανωδομή, πάχους 3 μ., αλλά το ύψος του δεν είναι γνωστό. Το 403 π.Χ., με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το τείχος κατεδαφίστηκε. Ύστερα από περίπου δέκα χρόνια (394 π.Χ.), την εποχή του Κόνωνα, στα ερείπιά του χτίστηκε ένα καινούργιο και το οχυρωματικό σύστημα ανακαινίστηκε. Έξω από το κυρίως τείχος και σε απόσταση 9 μ. από αυτό κατασκευάστηκε δεύτερο τείχος, πάχους 1 μ., το προτείχισμα. Μπροστά από αυτό διανοίχτηκε τάφρος, πλάτους 11 μ. και βάθους 6 μ. Παράλληλα με το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας χρησιμοποιήθηκε και το ισόδομο με λαξευτούς πωρόλιθους. Νέα μεγάλη επισκευή του τείχους έγινε, ύστερα από προτροπή του Δημοσθένη και του Λυκούργου, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όταν οι Αθηναίοι βρέθηκαν υπό την απειλή της προέλασης των στρατευμάτων του Φιλίππου. Με μικρές επισκευές, τα τείχη διατηρήθηκαν μέχρι την εισβολή του Σύλλα (86 π.Χ.), ο οποίος πυρπόλησε και κατέστρεψε ολόκληρη την Αθήνα. Μολονότι όμως η πόλη ανέκαμψε σύντομα και εξαπλώθηκε πάλι προς την κοιλάδα του Ηριδανού, τα τείχη χτίστηκαν μόλις τον 3o αι. μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό (253-260). Επισκευάστηκαν άλλη μια φορά, μετά την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) και την ερείπωση της πόλης. Στα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.) πραγματοποιήθηκε η τελευταία σοβαρή ανακαίνιση της οχύρωσης. Στον χώρο του Κ. έχουν αποκαλυφθεί 180 μ. από τον οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος –όπως διαπιστώθηκε– διατηρεί κυρίως τη μορφή που είχε στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. Το τμήμα του τείχους μεταξύ των δύο πυλών είναι κονώνειο. Πολύτιμο τεκμήριο για την οικοδομική ιστορία του τείχους αποτελεί το τμήμα Δ της Ιεράς Πύλης, στο οποίο αναγνωρίζονται όλα τα είδη τοιχοποιίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το Δίπυλο, η μία από τις δύο πύλες που έχουν αποκαλυφθεί στον Κ., η ανατολικότερη, ήταν η κύρια είσοδος της πόλης. Από εκεί ξεκινούσε η οδός των Παναθηναίων, που κατέληγε στην Ακρόπολη. Η ονομασία της οφείλεται στην ειδική κατασκευή της: σε κάτοψη σχηματίζει μία ορθογώνια αυλή πλαισιωμένη από τέσσερις πύργους. Τα ερείπια του εντυπωσιακού αυτού συνόλου, που είναι χτισμένο με λαξευτούς κροκαλοπαγείς και πωρόλιθους λίθους, ανήκουν στα τείχη του 4ου αι. π.Χ. Τα λείψανα του Διπύλου του Θεμιστοκλή, του οποίου το σχέδιο ήταν το ίδιο αλλά η κατασκευή λιγότερο ισχυρή, έχουν ενσωματωθεί στο μεταγενέστερο Δίπυλο και είναι ακόμα ορατά κάτω από τον βορειοδυτικό πύργο του. Για λόγους στρατηγικής, ο χώρος της αυλής στην αρχή παρέμενε ανοιχτός και μόνο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος αι. π.Χ.) κατασκευάστηκε στο εξωτερικό άνοιγμά της μια διπλή πύλη, αντίστοιχη προς εκείνη που υπήρχε πάντοτε στο εσωτερικό. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μπροστά από την πύλη, μέσα στην πόλη, χτίστηκε κρήνη και μαρμάρινη στοά, όπου μπορούσαν vα αναπαύονται οι οδοιπόροι. Εκεί κοντά, δίπλα στον κεντρικό πεσσό της πόλης, αφιέρωσαν οι Αθηναίοι έναν κυκλικό βωμό στον Έρκειο Δία, προστάτη της οικίας, στον Ερμή και στον Ακάμαντα, επώνυμο ήρωα της φυλής στην οποία ανήκε ο δήμος της περιοχής. Η Ιερά Πύλη –η δεύτερη πύλη του τείχους, που έχει αποκαλυφθεί στον χώρο του Κ.– 40 μ. δυτικότερα του Διπύλου, είναι απλή, χτισμένη περίπου με το ίδιο σχέδιο, αλλά μικρότερη. Μέσα από αυτήν περνούσε ο ποταμός Ηριδανός, του οποίου η κοίτη σκεπάστηκε τον 3o αι. μ.Χ. με μαρμάρινη καμαρωτή κάλυψη, ενσωματώθηκε στο ανατολικό σκέλος της πύλης και μετατράπηκε σε οχετό. Κοντά στον δυτικό εξωτερικό πύργο της Ιεράς Πύλης υπήρχε μία μικρή πυλίδα. Στον χώρο μεταξύ των δύο πυλών, μέσα στην πόλη, ανεγέρθηκε, περίπου το 400 π.Χ., το Πομπείον, ένα λαμπρό κτίριο με περίστυλη αυλή, στοές στις τέσσερις πλευρές του και πρόπυλο· οι δύο κιονοστοιχίες του στα Β και στα Α έκλειναν πίσω με μία σειρά δωματίων με κλίνες. Το κτίριο αυτό ήταν προορισμένο για την προετοιμασία των πομπών και τη διαφύλαξη των ιερών σκευών που χρησιμοποιούνταν σε αυτές. Από τον 2o αι. π.Χ. το κτίριο άρχισε να χρησιμοποιείται και ως Γυμνάσιο. Μετά την κατάληψη των Αθηνών από τον Σύλλα (86 π.Χ.) το Πομπείον καταστράφηκε. Πολύ αργότερα, επί Αντωνίνου Πίου, επάνω στα ερείπιά του χτίστηκε τρίκλιτη βασιλική «ες παρασκευήν των πομπών» (Παυσανίας Γ 2,4). Το δεύτερο αυτό Πομπείον καταστράφηκε κατά τη λεηλασία της Αθήνας από τους Έρουλους (267 μ.Χ.) και στη θέση του χτίστηκαν διάφορα εργαστήρια, κυρίως κεραμικά. Τον 4o αι. μ.Χ. στον χώρο αυτό ανεγέρθηκαν ένα μνημείο και στοές, που συνδέονταν με την τελευταία άνθηση των Παναθηναίων. Όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις έτσι και στην Αθήνα τα νεκροταφεία βρίσκονταν έξω από τα τείχη, κατά μήκος των μεγάλων οδικών αρτηριών που συνέδεαν την πόλη με τους διάφορους δήμους της Αττικής. Από το Δίπυλο μια μεγάλη πομπική οδός, μήκους 1.500 μ., οδηγούσε στο ιερό του ήρωα Ακάδημου, μέσα στον ελαιώνα της πεδιάδας του Κηφισού, εκεί όπου δίδαξε ο Πλάτωνας τον 4o αι. π.Χ. Το πλάτος αυτής της οδού καθοριζόταν από δύο ορόσημα με την επιγραφή «όρος Κεραμεικού», τα οποία είχαν τοποθετηθεί δίπλα στο τείχος, κοντά στους δύο εξωτερικούς πύργους του Διπύλου. Και στις δύο πλευρές αυτής της οδού υπήρχαν δημόσιοι τάφοι ανδρών που σκοτώθηκαν πολεμώντας για την πατρίδα και ανδρών που ευεργέτησαν την πόλη. Το νεκροταφείο αυτό είχε διάφορες ονομασίες, όπως Δημόσιον Σήμα, Πολυάνδριον, Το Μνήμα. Η παλαιότερη σχετική φιλολογική μαρτυρία απαντά στον Θουκυδίδη (B’ 34), ενώ εκτενή περιγραφή της οδού και των μνημείων της παραδίδει ο Παυσανίας (A’ 29,2 - 30,1). Σύμφωνα με αυτήν, ένας από τους πρώτους τάφους που συναντούσε κάποιος ήταν του Περικλή· έπειτα αναφέρονται άλλα γνωστά ονόματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. ή και μεταγενέστερα, αλλά και παλαιότερα, όπως των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονα ή του Κλεισθένη. Είναι επίσης γνωστό ότι εκεί, στον έξω Κ., τελούνταν οι ετήσιες επίσημες τελετές προς τιμήν των νεκρών. Ο μόνος αναγνωρισμένος τάφος που έχει ανασκαφεί είναι ο τάφος των Λακεδαιμονίων που έπεσαν στον Πειραιά το 403 π.Χ., όταν έλαβαν μέρος στις εσωτερικές διαμάχες των Αθηναίων. Το επιτύμβιο αυτό βρέθηκε στο δυτικό κράσπεδο της οδού. Στην πρόσοψή του ακουμπούσε λίθινος όρος, όμοιος με εκείνους που βρέθηκαν στην αρχή της οδού. Το μνημείο είναι μια απλή ορθογώνια κατασκευή, με λαξευτούς πωρόλιθους και επίστεψη μαρμάρινων πλακών, όπου είχαν αναγραφεί τα ονόματα των νεκρών. Στη μία πλάκα που σώθηκε αναφέρονται τα ονόματα Χαίρων και Θίβρακος, πολέμαρχοι. Όταν ο Παυσανίας περιηγήθηκε την Αθήνα, το μνημείο ήταν σκεπασμένο. Επειδή όμως το αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελληνικά B’ 4,33), έγινε δυνατή η ταύτισή του. Λίγα μέτρα βορειότερα βρίσκεται δεύτερος δημόσιος τάφος· δεν έχει ανασκαφεί όμως ολόκληρος και έτσι δεν έχει ταυτιστεί ακόμα με ένα ιστορικό γεγονός. Έχει ορθογώνιο σχήμα και σχηματίζει κύκλο στη μέση, ενώ μπροστά του είχε στηθεί και τέταρτο ορόσημο. Εκτός από τους χτιστούς τάφους βρέθηκαν και δύο τύμβοι, ο ένας του 5ου και ο άλλος του 4ου αι. π.Χ. Στον χώρο μεταξύ του Δημοσίου Σήματος και της Ιεράς Οδού βρέθηκαν λείψανα κεραμικών εργαστηρίων των ρωμαϊκών χρόνων. Τους δύο δρόμους συνέδεε ένας μικρότερος, που κατέληγε στη γέφυρα του Ηριδανού. Από την Ιερά Πύλη ξεκινούσαν δύο οδοί· η ανατολικότερη ταυτίζεται, από το ορόσημο που βρέθηκε στο δυτικό κράσπεδό της, με την περίφημη Ιερά Οδό, που κατέληγε στην Ελευσίνα (σώθηκε η επιγραφή «όρος της οδού της Ελευσίναδε»), την οποία ακολουθούσε η πομπή για το ελευσινιακό ιερό της Δήμητρας. Η δεύτερη οδός οδηγούσε στον Πειραιά. Στο σημείο όπου διχάζονται οι δύο οδοί υπάρχει μικρό τέμενος, άβατο, το Ιερό των Τριτοπατρέων (θεοτήτων που είχαν σχέση με την αναπαραγωγή και τη λατρεία των προγόνων), όπως πληροφορούν οι επιγραφές που βρίσκονται στις δύο γωνίες του τραπεζιόσχημου περιβόλου του και στην άκρη ενός δεύτερου υπαίθριου χώρου, ο οποίος εντάσσεται σε αυτόν. Στην αρχή της οδού Πειραιώς, στο δυτικό κράσπεδο, σώζονται τα ερείπια ενός μικρού ιερού άγνωστης θεότητας. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται και οι τάφοι των προξένων της πόλης των Αθηνών, όπως πληροφορούν τα δύο επιτάφια μνημεία με επιτύμβια επιγράμματα, που ανήκουν στον πρόξενο Πυθαγόρα από τη Σηλυβρία (μέσα 5ου αι. π.Χ.) και στους προξένους Θέρσανδρο και Σιμύλο από την Κέρκυρα. Τις δύο αυτές οδούς πλαισιώνουν υστεροκλασικά οικογενειακά επιτύμβια μνημεία, κυρίως του 4ου αι. π.Χ., πολύτιμα δείγματα για τη γνώση των μνημείων αυτού του είδους. Εκείνη την περίοδο ο χώρος του νεκροταφείου του Κ. οργανώθηκε σε νέες βάσεις. Τμήματα γης δόθηκαν στις πλούσιες οικογένειες για να χτίσουν εκεί τους ταφικούς περιβόλους τους, τους οποίους διακοσμούσαν με ταφικά σήματα, σε ανάμνηση των χαμένων μελών τους. Οι οικογενειακοί ταφικοί περίβολοι ήταν ορθογώνια κτίσματα με πολυγωνική ή ισόδομη τοιχοποιία και περιέκλειαν τάφους μιας οικογένειας. Ο μαρμάρινος γλυπτός διάκοσμός τους παρουσίαζε πλούτο και ποικιλία μορφών: επιτύμβιες στήλες, ανάγλυφες ή γραπτές, μαρμάρινα αγγεία, κίονες, πεσσοί, τράπεζες και διάφορα ζώα (σκύλοι, λιοντάρια, ταύροι). Τα κυριότερα μνημεία της Ιεράς Οδού είναι το ταφικό κτίσμα με τη στήλη της Αντίδοσης, ένα δεύτερο με τη λήκυθο της Αριστομάχης, η λουτροφόρος του Ολυμπίχου και ο τύμβος με το ανάγλυφο της Ευκολίνης. Σε εξαιρετική κατάσταση διατηρούνται τα μνημεία της οδού Πειραιώς: το ταφικό κτίσμα της οικογένειας του Ευβίου με επιτύμβια στήλη του Βίωνα· το ταφικό κτίσμα της οικογένειας του Κoροίβου με το ανάγλυφο της Ηγησούς, την κομψότερη από τις αττικές στήλες (το πρωτότυπό της βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)· η τράπεζα της Ιππαρέτης, εγγονής του Αλκιβιάδη· ταφικό κτίσμα της οικογένειας του άρχοντα Λυσιμαχίδη με ωραία πολυγωνική τοιχοδομία, ανάγλυφη στήλη και μαρμάρινο σκύλο· μνημείο του ταμία Διονυσίου με στήλη σε σχήμα ναΐσκου, μαρμάρινο ταύρο επάνω σε πεσσό και δύο επιτύμβια επιγράμματα· ταφικό κτίσμα οικογένειας από την Ηράκλεια με ανάγλυφη στήλη, ναΐσκο με γραπτή παράσταση και πεσσό· κτίσμα οικογένειας από τον δήμο Θορικού με τη στήλη του Δεξίλεω, του νεαρού ιππέα που χάθηκε στη μάχη της Κορίνθου το 394 π.Χ. και τάφηκε στο Δημόσιο Σήμα με τους συμπολεμιστές του (το επιτύμβιο αυτό είναι ασφαλώς ένα από τα λαμπρότερα δείγματα της μεταπαρθενώνειας πλαστικής)·ταφικό κτίσμα των αδελφών Δημητρίας και Παμφίλης, με στήλη σε σχήμα ναΐσκου της Δημητρίας· ταφικό κτίσμα οικογένειας από τη Μεσσήνη, με επιτύμβιο ανάγλυφο και τράπεζες. Μέσα στο άλσος, ανάμεσα στους υστεροκλασικούς τάφους, βρίσκεται ένας ελληνιστικός, με επιτύμβιο διπλό κιονίσκο, του Ισιδώρου και της γυναίκας του, Ζωσίμης. Ανάμεσα στους τάφους βρέθηκε και ένας βωμός της Εκάτης. Μουσείο-εκθέματα-τέχνη. Το μικρό μουσείο που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Κ. (Ερμού 148 στην Αθήνα· κλειστό για το κοινό έως τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004) στεγάζει στις τέσσερις αίθουσές του τα περισσότερα από τα αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές. Ορισμένα από τα ωραιότερα ευρήματα έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στη δεύτερη αίθουσα εκτίθενται κτερίσματα, κυρίως αγγεία, τα οποία χρονολογούνται από τον 11o έως τον 7o αι. π.Χ. Τα αγγεία της υπομυκηναϊκής περιόδου (11ος αι. π.Χ.) –αμφορείς, πρόχοι, λήκυθοι, ψευδόστομοι αμφορείς, σκύφοι κ.ά.–, που βρέθηκαν σε κιβωτιόσχημους τάφους στην περιοχή του Πομπείου, φέρουν γραμμική διακόσμηση με μελανό ή καστανό βερνίκι. Τα αγγεία του πρωτογεωμετρικού ρυθμού (10ος αι. π.Χ.) διακρίνονται από τα προηγούμενα για τη συμμετρική και τεκτονική διάρθρωσή τους· η διακόσμησή τους συνίσταται σε αραιά γεωμετρικά μαύρα σχέδια, τοποθετημένα σε ανοιχτό βάθος. Στα αγγεία αυτά, παράλληλα με τα γεωμετρικά μοτίβα, χρησιμοποιούνται υδρόβια πουλιά, αίγαγροι, ελάφια και ανθρώπινες μορφές. Τα κοσμήματα και οι παραστάσεις καλύπτουν άλλοτε ολόκληρο το αγγείο και άλλοτε μέρος του και διατάσσονται σε οριζόντιες ζώνες, τις οποίες συχνά χωρίζουν με κάθετα κοσμήματα σε τετράπλευρους χώρους. Οι παραστάσεις με ανθρώπινες μορφές είναι σπανιότερες και έχουν σχέση με σκηνές της καθημερινής ζωής: μάχες, χοροί ανδρών και γυναικών, κηδείες και προθέσεις νεκρών. Τα θέματα αυτά εικονίζονται συνήθως σε μεγάλα αγγεία (του 8ου αι. π.Χ.), που τοποθετούνταν ως επιτάφια σήματα επάνω στον τάφο του νεκρού. Οι τάφοι της γεωμετρικής περιόδου, που βρέθηκαν στην περιοχή της Ιεράς Οδού, ήταν απλοί λάκκοι, σκεπασμένοι με πλάκες. Μόνο τον 8o αι. π.Χ. επικράτησε η συνήθεια να τοποθετούν στους πλουσιότερους επιτά φια αγγεία. Στην ίδια αίθουσα στεγάζονται και τα αγγεία του 7ου αι. π.Χ. Η αγγειογραφία κατά τον αιώνα αυτό δέχτηκε ανατολικές επιδράσεις. Εκτός όμως από τα ανατολικά στοιχεία που δανείστηκαν, οι αγγειογράφοι χρησιμοποίησαν και πολλά γραμμικά κοσμήματα, καταγόμενα από τον γεωμετρικό ρυθμό. Άλλο χαρακτηριστικό της αγγειογραφίας της περιόδου αυτής είναι η συχνότερη απεικόνιση των ανθρώπινων μορφών, χάρη στην εισαγωγή της μυθολογίας στην τέχνη, αλλά και η εμφάνιση παράξενων αγγείων με πλαστικές μορφές. Στα κοσμήματα και στις μορφές, εκτός από το μελανό και λευκό χρώμα, χρησιμοποιούνται επίσης το πορφυρό και το ιώδες, ενώ αρχίζει η περιγραφή των σωμάτων και οι λεπτομέρειες αποδίδονται με χάραξη. Επάνω στους τύμβους των τάφων εκείνης της εποχής βρέθηκαν μεγάλα αγγεία με μυθολογικές παραστάσεις και δαιμονικά όντα. Ο αμφορέας του λεγόμενου ζωγράφου του Πειραιώς (περίπου 620 π.Χ.), που εκτίθεται στη δεύτερη αίθουσα, με παράσταση σειρήνας και ιππέων στον κορμό και ζωφόρο κενταύρων στον λαιμό του, είναι ασφαλώς το καλύτερο δείγμα αυτού του είδους αγγείων. Στις προθήκες της τρίτης αίθουσας φιλοξενούνται πολλά αγγεία του μελανόμορφου ρυθμού (620-530 π.Χ.). Την περίοδο αυτή το ενδιαφέρον για τις μυθολογικές παραστάσεις άρχισε να αυξάνει και σιγά-σιγά τα παραπληρωματικά κοσμήματα περιορίστηκαν σε δευτερεύουσες θέσεις του αγγείου. Έτσι, η αρχαϊκή αγγειογραφία απέβαλε τον ανατολίζοντα και κοσμητικό χαρακτήρα της και έγινε αφηγηματική με καθαρά ελληνικό περιεχόμενο· αγαπημένα θέματα αποτελούσαν οι πράξεις των θεών και των ηρώων αλλά και οι σκηνές της καθημερινής ζωής. Τις παραστάσεις συμπλήρωναν συχνά επιγραφές που δήλωναν τα ονόματα των απεικονιζόμενων μορφών. Συχνά οι τεχνίτες υπέγραφαν αυτά τα αγγεία, προσθέτοντας άλλοτε το ρήμα «εποίησε» για τον κεραμέα και άλλοτε το «έγραψε» για τον ζωγράφο. Τα μεγαλύτερα από τα αγγεία αυτά τα χρησιμοποιούσαν ως επιτάφια σήματα. Στις αρχές του αιώνα εμφανίστηκαν και οι ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες. Ορισμένες φορές ξεπερνούσαν τα 4 μ., ήταν τοποθετημένες σε τετράγωνα βάθρα με βαθμίδες και είχαν ως επίθημα μια σφίγγα. Αργότερα η στήλη έγινε μικρότερη και κατέληγε σε έλικες και ανθέμια, ενώ πολλές φορές αντικαθιστούσε το άγαλμα του νεκρού. Στα βάθρα, συχνά, χαράζονταν επιγραφές ή επιτύμβια επιγράμματα, ενώ τα πιο πολυτελή κοσμούνταν με ανάγλυφα. Αρχαϊκά επιτύμβια μνημεία δεν σώθηκαν. Ορισμένα καταστράφηκαν με την περσική εισβολή, τα περισσότερα όμως χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του τείχους του Θεμιστοκλή. Ορισμένα από τα επιτάφια γλυπτά που βρέθηκαν στον Κ. φιλοξενούνται στην πρώτη αίθουσα του μουσείου του Κ. μαζί με τα άλλα γλυπτά. Μια πώρινη στενόμακρη στήλη, που παριστάνει τον νεκρό με βακτηρία και ξίφος, πιθανόν να είναι η παλαιότερη επιτάφια στήλη που έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Προθήκες της τρίτης και τέταρτης αίθουσας του μουσείου του Κ. περιέχουν τα πιο αξιόλογα από τα αγγεία και τα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στους τάφους του 5ου αι. π.Χ. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. εμφανίστηκε ο νέος ρυθμός, ο ερυθρόμορφος, ακριβώς αντίστροφος του μελανόμορφου, κατά τον οποίο οι άλλοτε σκοτεινές σκιαγραφίες μετατράπηκαν σε ανοιχτόχρωμες μορφές. Οι αγγειογράφοι δεν χάραζαν πια με οξύ εργαλείο τις λεπτομέρειες των σωμάτων και των ενδυμάτων, αλλά τις δήλωναν με το ίδιο μελανό χρώμα· έτσι το σχέδιο γινόταν περισσότερο ελεύθερο. Οι μορφές διατάσσονταν και στην περίπτωση αυτή συνήθως στην ίδια γραμμή. Τα θέματα των παραστάσεων προέρχονταν από τη μυθολογία ή από την καθημερινή ζωή, ενώ σπάνιζαν τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Παράλληλα με τον ερυθρόμορφο ρυθμό αναπτύχθηκε κατά τον 5o αι. π.Χ. μια νέα τεχνοτροπία, εκείνη των λευκών αγγείων· το βάθος του αγγείου ήταν λευκό και οι μορφές ζωγραφίζονταν στην αρχή, όπως στα μελανόμορφα. Σύντομα όμως οι ζωγράφοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την τεχνική του περιγράμματος και να προσθέτουν διάφορα χρώματα για την απόδοση των λεπτομερειών. Το επικρατέστερο σχήμα των αγγείων αυτού του είδους ήταν η λήκυθος, συνδεδεμένη στενά με τη λατρεία των νεκρών. Οι τάφοι του 5ου αι. π.Χ. ήταν λακκοειδείς ή κιβωτιόσχημοι και κατά το πρώτο μισό του αιώνα δεν είχαν επιτάφια σήματα, αφού περίπου το 500 π.Χ. περιορίστηκε με νόμο η πολυτέλεια των ιδιωτικών τάφων. Οι επιτύμβιες στήλες εμφανίστηκαν πάλι μετά τα μέσα του αιώνα. Οι παλαιότερες ήταν στενές με μία-δύο μορφές σε αρκετά πρότυπο ανάγλυφο. Κατά τα τέλη του 5ου αι. απέκτησαν σχήμα ναΐσκου με αέτωμα και οι μορφές έγιναν εξώγλυφες. Οι ωραιότερες στήλες αυτής της περιόδου έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ λίγες μόνο, όπως η στήλη του Ευφήρου, η στήλη μιας νέας γυναίκας που καθρεφτίζεται και ορισμένες άλλες, βρίσκονται στο μουσείο του Κ. Η αγγειογραφία παρουσίασε κάμψη τον 4o αι. π.Χ. και τελικά παράκμασε. Αντίθετα, νέα άνθηση γνώρισε την εποχή αυτή το είδος των επιτύμβιων μνημείων. Επρόκειτο για πανύψηλες στήλες με ανθέμια, ολόγλυφες σειρήνες, νέες γυναίκες καθισμένες σε βράχο, ναΐσκοι με πολυπρόσωπες συνθέσεις, στήλες με μόνη την εικόνα του χαμένου πολεμιστή, ενώ λουτροφόροι, λήκυθοι ή διάφορα ζώα (λιοντάρια, σκύλοι, ταύροι) αποτελούσαν τον μαρμάρινο γλυπτό διάκοσμο των οικογενειακών ταφικών περιβόλων του 4ου αι., τα καλύτερα δείγματατων οποίων βρέθηκαν στο νεκροταφείο του Κ. Η στήλη του Δεξίλεω, που φιλοξενείται στην αίθουσα των γλυπτών, είναι ασφαλώς το σημαντικότερο μνημείο αυτού του είδους. Η σειρά των μνημειακών ταφικών κτισμάτων σταμάτησε γύρω στο 310 π.Χ. με τη νέα νομοθεσία του Δημητρίου του Φαληρέα (317-316), που έδωσε τέλος στον κλάδο αυτόν της αττικής τέχνης. Την παράδοση των επιταφίων σημάτων συνέχισαν απλοί κιονίσκοι και τράπεζες. Η τελευταία βαθμίδα της βάσης μιας μαρμάρινης επιτάφιας στήλης που δεν έχει σωθεί (περ. 560 π.Χ.) (Μουσείο Κεραμεικού· φωτ. I. Ντεκόπουλου). Η επιτύμβια στήλη του Δεξίλεω, αφιέρωμα των συγγενών του. Από την επιγραφή, που είναι χαραγμένη στην κοίλη επιφάνεια της βάσης του μνημείου, μαθαίνουμε πως ο νέος έπεσε στη μάχη της Κορίνθου το 394 π.Χ. (Μουσείο Κεραμεικού· φωτ. I. Ντεκόπουλου). Η επιτάφια στήλη του Εύφηρου, μικρή, στενόμακρη, πάνω στην οποία είναι λαξευμένα αέτωμα και ακρωτήρια και στο επιστύλιο το όνομα, αττικό έργο με καθαρότητα στη σμίλευση (περ. 420 π.Χ.) (Μουσείο Κεραμεικού· φωτ. I. Ντεκόπουλου). Πυξίδα με άλογα στο κάλυμμά της και ανάγλυφο φίδι, που χρονολογείται στον 8o αι. π.Χ. (Μουσείο Κεραμεικού· φωτ. I. Ντεκόπουλου). Τεφροδόχος αμφορέας, έργο του πρώιμου γεωμετρικού ρυθμού (900-850 π.Χ.) (Μουσείο Κεραμεικού·φωτ. I. Ντεκόπουλου). Επιτάφια πώρινη στήλη, πιθανότατα η παλαιότερη που έχει σωθεί, με λεπτό πλαίσιο και χαρακτό κόσμημα, που χρονολογείται στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (Μουσείο Κεραμεικού). Άγαλμα σφίγγας, επίθημα σε μία αρχαϊκή επιτάφια στήλη, που δεν σώθηκε· χρονολογείται γύρω στο 550 π.Χ. (Μουσείο Κεραμεικού). Μία άποψη του Κεραμεικού με τον δρόμο που οδηγούσε στον Πειραιά και τα οικογενειακά μνημεία, όπως ήταν τον 4o αι. π.Χ. Δεξιά, διακρίνεται ο ταφικός περίβολος της οικογένειας του ταμία Διονύσιου με μαρμάρινο ταύρο πάνω στον πεσσό (φωτ. I. Ντεκόπουλου). Ο οικογενειακός περίβολος της οικογένειας του Κοροίβου με το ανάγλυφο της Ηγησούς (εκμαγείο), στον Κεραμεικό, εξαίρετο αττικό έργο του τέλους του 5ου αι. π.Χ. Ο τάφος των Λακεδαιμονίων που έπεσαν στον Πειραιά το 403 π.Χ. Είναι ο μόνος αναγνωρισμένος δημόσιος τάφος. Στην πρόσοψή του υπάρχει ο λίθινος όρος με την επιγραφή ΟΡΟΣ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ. Τμήμα του τείχους δυτικά της Ιεράς Πύλης, όπου αναγνωρίζονται οι κυριότερες οικοδομικοί περίοδοι: Θεμιστοκλή 479 π.Χ., Κόνωνα 394 π.Χ., Λυκούργου 330 π.Χ. Άποψη του Διπύλου, της κύριας εισόδου της πόλης. Αναπαράσταση του Πομπείου, που καταστράφηκε στη λεηλασία της Αθήνας από τους Έρουλους. Άποψη του Πομπείου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.
* * *
-ή, -ό (ΑΜ κεραμεικός, ή, -όν) [κέραμος]
1. κεραμικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμεική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τής κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική
3. (το αρσ. ως κύρ. όν.) ο Κεραμεικός
η περιοχή τού νεκροταφείου τής αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «Κεραμεικός κόλπος» — βαθύς κόλπος τής νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ τών χερσονήσων τής Αλικαρνασσού και τής Κνίδου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κεραμεικός
νεοκλασικό κτήριο εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο
2. φρ. α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή πήλινων αντικειμένων
β) «τα ανάκτορα τού Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα τού Παρισιού στη δεξιά όχθη τού Σηκουάνα, ανάμεσα στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κεραμεικός — the Potters Quarter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικός — the Potters Quarter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμεικός — ο δήμος της αρχαίας Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμεικά — κεραμεικός the Potters Quarter neut nom/voc/acc pl κεραμεικά̱ , κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc/acc dual κεραμεικά̱ , κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικῶν — κεραμεικός the Potters Quarter fem gen pl κεραμεικός the Potters Quarter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικόν — κεραμεικός the Potters Quarter masc acc sg κεραμεικός the Potters Quarter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Керамик — (Κεραμεικός) дем в Аттике, область которого обнимала часть Афин и их окрестностей. Стена Фемистокла разделила область К. на две части. Здесь находились известнейшие из афинских ворот Δίπυλον, через которые вела дорога в Пирей и священная дорога в …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κεραμεικαῖς — κεραμεικός the Potters Quarter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικαί — κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμεικοῖς — Κεραμεικός the Potters Quarter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”